- επιχραίνω
- ἐπιχραίνω (Α)προκαλώ αλλαγή χρώματος στο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χραίνω «χρωματίζω, κηλιδώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιχραίνω — Μ χρωματίζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχραίνω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek